- ούλα
- (Ανατ.). Τα τμήματα του βλεννογόνου της στοματικής κοιλότητας που καλύπτουν τις φατνιακές αποφύσεις της επάνω και κάτω γνάθου. Κοντά στα δόντια, με τα οποία βρίσκονται σε στενή επαφή, τα ο. κολλούν στο υποκείμενο περιόστεο και είναι ιδιαίτερα ανθεκτικά στους τραυματισμούς, ενώ στην υπόλοιπη έκτασή τους υπάρχει ένας υποβλεννογόνιος χιτώνας πλούσιος σε αγγεία και νεύρα. Τα ο. συμμετέχουν στις φλεγμονές της στοματικής κοιλότητας (στοματίτιδες) και των δοντιών με τις περιοδοντίτιδες, και εκτός από αυτές παρουσιάζουν και αποκλειστικά δικές τους παθήσεις, που ονομάζονται ουλίτιδες και μπορεί να εκφράσουν τοπική ή γενικότερη νόσο. Η φλεγμονώδης διεργασία μπορεί να περιορίζεται στο ελεύθερο χείλος των ο. γύρω από τα δόντια και να είναι επιφανειακή ή να αλλοιώνει βαθιά το βλεννογόνο μέχρι εξέλκωσης (ελκώδης ουλίτιδα) ή, σε μερικές χρόνιες μορφές, μπορεί να προκαλέσει διάχυτη ή εντοπισμένη υπερτροφία (υπερτροφική ουλίτιδα). Ουλίτιδες μπορεί να προκληθούν από τοπικό ερεθισμό (για παράδειγμα, ουλίτιδα από τερηδόνα), από τη μικροβιακή χλωρίδα του στόματος, όταν αυτή καταστεί παθογόνα από ανωμαλίες της έσω έκκρισης. Χαρακτηριστικές μορφές ουλίτιδας είναι εκείνες που εμφανίζονται σε περιπτώσεις αβιταμίνωσης C (σκορβουτική ουλίτιδα) και δηλητηρίασης από βαρέα μέταλλα (ουλίτιδες βισμούθιου, υδραργύρου και μολύβδου). Στις ουλίτιδες από βισμούθιο και μόλυβδο, στο ελεύθερο χείλος των ο., γύρω από τα δόντια, παρουσιάζεται μια σκούρα απόχρωση, η οποία οφείλεται στη συσσώρευση του μετάλλου που αποβάλλεται με το σάλιο.
Dictionary of Greek. 2013.